ἀλειπτικός

ἀλειπτικός
ἀλειπ-τικός, ή, όν,
A of or for the ἀλείπτης, trained under him, Plu.2.619a:—ἁ -κά (sc. τέχνα) art of training, Ti.Locr.104a; ἀ. συγγράμματα, treatises thereon, Iamb.VP5.25; ἀ. ἐπιμέλεια, kind of massage, Sor.2.38. Adv. -κῶς like an ἀλείπτης, Sch.Ar.Eq.492.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλειπτικός — ή, ό (Α ἀλειπτικός) [ἀλείπτης] νεοελλ. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επάλειψη αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αλείπτη* 2. ο ασκημένος, ο εκπαιδευμένος κάτω από την επίβλεψη τού αλείπτη …   Dictionary of Greek

  • ἀλειπτικά — ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc pl ἀλειπτικά̱ , ἀλειπτικός of fem nom/voc/acc dual ἀλειπτικά̱ , ἀλειπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικώτερον — ἀλειπτικός of adverbial comp ἀλειπτικός of masc acc comp sg ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικόν — ἀλειπτικός of masc acc sg ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικούς — ἀλειπτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικῆς — ἀλειπτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικήν — ἀλειπτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικῶς — ἀλειπτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”